ποντάρχης

ποντάρχης
ὁ, Α
1. άτομο που προήδρευε στο επαρχιακό συμβούλιο τού Πόντου
2. προσωνυμία τού Αχιλλέως στην Ολβιόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πόντος + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πονταρχία — ἡ, Α [ποντάρχης] η θητεία και το αξίωμα τού ποντάρχου …   Dictionary of Greek

  • πονταρχώ — έω, Α [ποντάρχης] ασκώ το αξίωμα τού ποντάρχου …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”